Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Λιβελλούλα, τελευταίο. Αποκάλυψη.

Αφού πήρε μια γερή δόση ήλιου που του έφτιαξε κάπως την ψυχολογία, ξαναμπήκε στον πύργο του. Προς το παρόν, δεν πονούσε. Πήγε στο μπάνιο, ξανάνοιξε το μάτι. Το μικροσκοπικό έντομο ήταν εκεί. Παραξενεύτηκε που το έβλεπε εκεί, αλλά δεν τον ενοχλούσε. Πήρε το κινητό του, και το έβγαλε μια φωτογραφία. Ύστερα μεταφόρτωσε την εικόνα στον υπολογιστή του. Άνοιξε τον browser. Google. Έβαλε την εικόνα στην "Αναζήτηση Οπτικά Παρόμοιων Εικόνων". Και αμέσως έλαβε την απάντηση. Αυτό που υπήρχε, αυτό που ζούσε στο μάτι του ήταν μια μικροσκοπική λιβελούλα. Η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Άρχισε να ψάχνει πυρετωδώς. Τα πάντα. Από τη φυσιολογία της, μέχρι τον αποσυμβολισμό της.

Οι λιβελούλες ζουν σε υδροβιότοπους, πηγές και γενικά όπου υπάρχει νερό. Το όνομά τους προέρχεται από την λατινική λέξη libella που σημαίνει υδρόμετρο ή υδροστάτης και συσχετίζεται με το μέρος που ζουν. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται για τη βιολογική καταπολέμηση των κουνουπιών, διότι τρέφονται με τα αυγά και τις προνύμφες τους.

Για ορισμένες φυλές ιθαγενών της Αμερικής η λιβελούλα αντιπροσωπεύει τη γρηγοράδα και την ενεργητικότητα. Για τους Ινδιάνους Νάβαχο συμβολίζει το καθαρό νερό, ενώ για τους Σαμάνους τον ανεμοστρόβιλο. Στην Ιαπωνία είναι σύμβολο εσωτερικής δύναμης, κουράγιου και ευτυχίας και εμφανίζεται συχνά στα γράμματα και τις τέχνες και ιδίως στην ποίηση.
Παρουσιάζεται σε τοιχογραφίες και κοσμήματα τόσο στη μινωική Κρήτη όσο και στη Θήρα, χωρίς ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για τη σημασία τους σε αυτές τις αναπαραστάσεις.
Ο μύθος λέει ότι οι νεράιδες, όταν είδαν ότι δεν μπορούν πλέον να συνυπάρξουν με τους ανθρώπους, μεταμορφώθηκαν σε λιβελούλες, ώστε να κρατήσουν τα φτερά τους και συνάμα να μένουν κοντά στους ανθρώπους και να τις αναγνωρίζουν μόνο όσοι είναι άξιοι.
Έκλεισε το pc. Μπερδεμένος. Στενοχωρημένος. Θα περίμενε πια, τη νύχτα.
Θα περίμενε ξανά, τον πόνο της λιβελούλας. 

Ο οποίος και δεν άργησε, πάνω από κάτι ώρες. Ήρθε γύρω στις 12, πιο έντονος από ποτέ. Ο πιο οξύς, ο χειρότερος πόνος που είχε βιώσει ποτέ. Νόμιζε οτι ο βολβός θα ξεκολούσε από την κόγχη του ματιού και θα χυνόταν έξω. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Στη διάδρομη μέχρι το μπάνιο, ξανάκουσε  τις φωνές. Πνιχτά γέλια από το βάθος του διαδρόμου, αντρικά και γυναικεία μαζί, μια ειρωνική φωνή που μεμφόταν το μελόδραμα που ζούσε. Άρχισε να προσεύχεται, σαν να ήταν σε έκσταση.


ουκ εστις ιασις εν τη σαρκί μου....από προσώπου των αμαρτιών μου. ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ εμέ. προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου• εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους, όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου• εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου.  η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ εμού. οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν• και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν...

Mπήκε στο μπάνιο. Ξανακοίταξε στον καθρέφτη, ανοίγοντας το μάτι του. Η λιβελούλα ήταν εκεί. Ξαφνικά έγινε κάτι που δεν το περίμενε. Η λιβελούλα, βγήκε από το μάτι του. Άρχισε να αιωρείται, πετώντας. Έφτασε κοντά στη λευκή λάμπα του μπάνιου.

Εκείνος έπεσε στα γόνατα. 
- Ποιά είσαι...; Ποιός είσαι...; ΤΙ είσαι...; ψέλισε.
Το μικροσκοπικό έντομο, έμεινε ακίνητο στον αέρα.
Και απάντησε.
- Είμαι μια Στιγμομέτρης, απάντησε.
- Είσαι ...τι;
- Στιγμομέτρης. Μετράω στιγμές. Όπως ο μετρονόμος, που κρατά το ρυθμό στη μουσική.
Εγώ μετράω τις Στιγμές. Kαι τις κρατάω.
Έσκυψε το κεφάλι, ξέπνοος.
- Τις στιγμές δεν τις θέλω. Μέτρησέ τες. Κάνε ότι θες με δαύτες. Αλλά να τις πάρεις. Μακριά απο μένα. Τ' ακούς;;; Να τις πάρεις ΜΑΚΡΙΑ! ΔΕΝ ΤΙΣ ΘΕΛΩ!
- Λυπάμαι, απάντησε η λιβελούλα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αλλά και να μπορούσα, δεν θα το έκανα. Δεν μπορώ να πάρω τις Στιγμές.
- Σε παρακαλώ.. σε ικετεύω. Να τις πάρεις. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ!
- Ειλικρινά λυπάμαι, απάντησε η μέχρι πρότινος φιλοξενούμενη στο μάτι του.
Οι Στιγμές είναι δικές σου. Ζήσε με αυτές. Δεν φεύγουν. Δεν διαγράφονται. Δεν ξεχνιούνται.
Θα πρέπει να τις κουβαλάς. Και να τις έχεις. Και να προχωρήσεις με αυτές.

Kαι εξαφανίστηκε.
Αφήνοντάς τον πεσμένο στα λουσμένα από το ηλεκτρικό φως, λευκά πλακάκια. 










Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Λιβελούλα - Μέρος 2ο. Ανθοφόρες Λεπίδες.

Έπεσε σε ένα πολύ βαθύ ύπνο, χωρίς να πονάει.
Και τότε το είδε.
Το περίεργο Πράγμα που έφερνε γρήγορες σβούρες και ερχόταν ταχύτατα προς τα πάνω του. Έμοιαζε με έλικα αεροπλάνου. Αποτελούνταν από άνθη, καθώς πλησίαζε άρχισε να διακρίνει και ξεχωρίζει μάλιστα μερικά από αυτά. Ηλιοτρόπια, γαρδένιες, ζέρμπερες. 
Και γιασεμιά. Πολλά λευκά γιασεμιά. Προσπάθησε να τρέξει να φύγει μακριά, αλλά δεν τα κατάφερε. Ένιωσε τα άκρα του δεμένα. Σα να ήταν καθηλωμένος με αόρατα δεσμά. Ο κάτι-σαν-ανθοφόρος-έλικας συνέχιζε να πλησιάζει επικίνδυνα πάνω του. 
Άστο,θα περάσει μόνο του.
Λίγα μέτρα μακριά του, τα άνθη έπεσαν και στις θέση τους φανερώθηκαν κοφτερές λεπίδες.
Λεπίδες, έκανε τη σκέψη. Αναγραμμάτισε μέσα του, αστραπιαία. Λεπίδες - Ελπίδες. Πάντα του άρεσαν τα λογοπαίγνια. Ελπίδες - Λεπίδες. Λεπίδες - Ελπ...το πρώτο κόψιμο τον βρήκε στο στήθος, το δεύτερο λίγο πιο χαμηλά από τον σβέρκο. Ξύπνησε με το που είδε τους πίδακες του αίματος, με τον οικείο του πια, πόνο στο μάτι. Σουβλερός και ανύποφορος. Άλλαξε πλευρό του. Άστο, θα περάσει μόνο του.

Ο πόνος όμως δυνάμωνε. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έφερε το πρόσωπό του κοντά στον καθρέφτη. Με τα δύο του δάχτυλα άνοιξε το δεξί του μάτι, τραβώντας το κάτω βλέφαρο και στηρίζοντας το ένα δάχτυλο στο ζυγωματικό. Κοίταξε. Αρχικά  δεν είδε τίποτα. Μια προσπάθεια ξανά. Ξανάφερε το πρόσωπο πιο κοντά στο καθρέφτη. Και τότε το είδε. Ένα μικροσκοπικό έντομο, ριζωμένο σχεδόν στο κάτω μέρος του βολβού. Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε ξανά και άφησε ένα ουρλιαχτό. Έσκυψε τον κορμό του απότομα προς τα κάτω και η μύτη του έσκασε πάνω στον νιπτήρα. Διπλώθηκε στα δύο, έπεσε πάνω στα φωτιζόμενα από το φθόριο λευκά πλακάκια και τα πάντα άρχισαν να σκοτεινιάζουν γύρω του. Καθώς το Έρεβος του τύλιγε την ύπαρξη, πρόλαβε να δει ένα πορτοκαλί φως με φόντο ένα πεύκο, σα να έβαζε φωτιά στο άτυχο δέντρο και έναν άδειο διάδρομο. Νοσοκομείου; Δημόσιας υπηρεσίας; Οι τοίχοι του διαδρόμου όμως. Κάτι είχαν. Κακία. Ψηλαφητή κακία. Πνιχτά γέλια και φωνές ακούστηκαν στο βάθος του διαδρόμου. Μια αντρική ίσως, και μια γυναικεία. Αισθάνθηκε έναν απόηχο.. "μα έλα τώρα.. πάλι προσπαθείς να εκμαιεύσεις οίκτο;; τι δράματα είναι αυτά...!;" Kαι τότε όλα έσβησαν. Το μόνο φως που έμεινε ανοιχτό ήταν η λάμπα φθορίου, να φωτίζει τα αίματα στα λευκά πλακάκια. 

Όταν ξύπνησε, είχε πια χαράξει. Σηκώθηκε σιγά σιγά μουδιασμένος και σκούπισε τα αίματα γύρω του. Νόμισε οτι άκουσε ξανά έναν ακατάληπτο ψίθυρο, συνοδευόμενο από ένα κελαρυστό και σαρδόνιο γέλιο, γεμάτο ειρωνεία. Ξαναστάθηκε μπροστά στον καθρέφτη βαριανασαίνοντας. Δεν πονούσε, αλλά το έντομο ήταν ακόμα εκεί. Ήταν ώρα για μια δεύτερη επίσκεψη στον γιατρό. Έκανε ένα ντους και ντύθηκε. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μα το ξανασκέφτηκε. "Ο γιατρός με εξέτασε πολύ εξονυχιστικά. Αν ήταν να είχε βρει το... το ... το... αυτό τέλος πάντων, θα το είχε βρει. Δεν έχει νόημα. Είναι μάταιο".  Άφησε ξανά τα κλειδιά στο τραπεζάκι. Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο. Δεν θα πήγαινε για δουλειά σήμερα. Θα έμενε εκεί. Να το αντιμετωπίσει. Ότι και να ήταν. Ακόμα και την είσοδό του στην παράνοια. 

Βγήκε στο μικρό μπαλκόνι του πύργου. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά. Κοίταξε τον μεγάλο καυτό δίσκο στον ουρανό και μετά τις ξερολιθιές απέναντι. 
Την ημέρα, όλα φαίνονται καλύτερα.

(Συνεχίζεται. Κάποια στιγμή)







Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Λιβελούλα

Ο πόνος στο μάτι είχε αρχίσει εδώ και κάτι μήνες. Από τότε που αποφάσισε να πάρει μετάθεση, και να μετακομίσει σε εκείνον το παλιό πέτρινο πύργο στα σύνορα μεσσηνιακής και λακωνικής Μάνης, που κληρονόμησε από τον θείο του, και που θα ανακαίνιζε, υποτίθεται σιγά σιγά, με δική του εργασία. Μετά τους πρώτους μήνες όμως, ο πύργος εξακολουθούσε να παραμένει όπως ήταν όταν πρωτοπήγε: έρημος και εγκαταλελειμένος. 

Στην αρχή ήταν μια πολύ μικρή ενόχληση στο κάτω μέρος του ματιού. Δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε την αρχαιότερη και επικράτεστερη ιατρική μέθοδο. Άστο, θα περάσει μόνο του.
Τον ενοχλούσε συνήθως τα βράδια, όταν έπεφτε να κοιμηθεί. 

Η όχληση όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Μια μέρα αποφάσισε να κατέβει στο Γύθειο, να τον δει κάποιος οφθαλμίατρος. 

-Λοιπόν, τι έχουμε; 
-Mια έντονη ενόχληση, γιατρέ. Που τις νύχτες γίνεται οξύς πόνος. Στο δεξί μάτι. Εδώ και βδομάδες.
-Για να  δούμε...

Ο γιατρός τον εξέτασε για αρκετή ώρα. Του είπε οτι δεν έβλεπε τίποτα το παθολογικό, τα μάτια του φαίνονταν μια χαρά, η όρασή του δέκα στα δέκα.

-Περάσατε κάποια δύσκολη φάση..; άγχος στη δουλειά; σας συνέβη πρόσφατα κάτι δυσάρεστο;
-Οχι γιατρέ. Είμαι καλά. Είμαι μια χαρά.

Άστο, θα περάσει μόνο του.


Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα για να αναπαυτεί από το ημερήσιο αέναο ταξίδι του. Δεν είχε διάθεση να γυρίσει αμέσως στο σπίτι. Σκέφτηκε να κατέβει μια βόλτα στο Ταίναρο. Εκεί που τοποθετούνται οι πύλες που οδηγούν στον κάτω κόσμο.  Εκεί που πήγε ο Ηρακλής, σκέφτηκε. Και άρπαξε την Άλκηστη. Και αργότερα σκότωσε τον Κέρβερο, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Η τον έδεσε; δε θυμάμαι"

"Όχι. Ας κάνω μια πιο ...αισιόδοξη διαδρομή. Θα πάω από τον ποταμό Σκύρα, απο κεί που διέφυγε ο Πάρης με την Ωραία Ελένη, για να ξεφύγει από την οργή του Μενελάου".

'Εβαλε στο cd player του αυτοκινήτου ρυθμικά blues να παίζουν και ξεκίνησε. 
Άστο, θα περάσει μόνο του.

Έφτασε στον προσωπικό του πύργο, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ακουγόταν τίποτα μέσα στην απόλυτα νεκρική ησυχία της μανιάτικης νύχτας. 

Άστο, θα περάσει μόνο του.

Άνοιξε την παλιά σιδερένια πόρτα, και σχεδόν ένιωσε μέσα του, το τρίξιμο που έκανε. Ανέβηκε τα ξύλινα σκαλοπάτια, για φτάσει στον επάνω όροφο, που ήταν η λιτή του κρεβατοκάμαρα. Ο πόνος δεν τον είχε ενοχλήσει για αρκετή ώρα. 

Άστο, θα περάσει μόνο του

Έπεσε για ύπνο.

(Συνεχίζεται. Άλλη φορά)





Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Μια αντι-ορθόδοξη απεικόνιση της Κόλασης


Τώρα θα μου πείτε, τι έπαθε αυτός αυγουστιάτικα και γράφει για την Κόλαση;
E, με τέτοια ζέστη εδώ στη Δυτική Πελοπόννησο τι να γράψω. Κι ο Δάντης, όχι ο Χρήστος, ο άλλος, έγραψε την "Κόλαση", στη ζεστή Τοσκάνη, δεν την έγραψε στο παγωμένο Όσλο, που θα λεγε ο Μένιος ο Σακελλαρόπουλος.

Η παραπάνω εικόνα, που λέτε άνθρωποι, την οποία συναντάμε ακόμα (δυστυχώς) σε μερικούς ναούς, είναι η πιο αντι-ορθόδοξη παράσταση της Κολάσεως που έχω δει. Είναι προφανέστατα επηρεασμένη από δυτικές θεολογικές σκέψεις, που θεωρούν την Κόλαση κτιστή.

Στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση, δεν έχει θέση αυτή η εικόνα της Κολάσεως. Και δεν έχει θέση, διότι η Κόλαση, δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα - ένας συγκεκριμένος τόπος όπου θα "κολάζονται" (τιμωρούνται) οι αμαρτωλοί. Απλούστατα διότι ο Θεός, μέσα στην άπειρη αγαθότητα του, δεν έφτιαξε τίποτα το *Κακό*.Αντίθετα, δημιούργησε τον κόσμο "καλόν λίαν"- θυμηθείτε και την έννοια της λέξης "κόσμος". Κόσμημα!

Και εφόσον το κακό "δεν υπάρχει αυθύπαρκτα, ως "μη ον", θα λεγε κάποιος φιλόσοφος, νοείται μόνο ως απουσία του Καλού. Όπως ακριβώς το φως του λυχναριού, που φωτίζει το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. 

Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες και εξέλαβαν την Κόλαση, ως τόπο δημιουργημένο από τον Θεό για "τιμωρίες". 

Στην ορθόδοξη σκέψη της Ανατολής μας, Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Όπως κάποιος που έχει υγιή μάτια, κοιτάει τον ήλιο με αγαλλίαση, και κάποιος που έχει ιατρικό πρόβλημα, μπορεί να νιώθει το ηλιακό φως ως "κάψιμο"


Η έννοια της Κολάσεως ως *Τιμωρίας Δικαστηρίου* και γενικά η δικανική παύλα  δικαστική αυτή προσέγγιση του ζητήματος της σωτηρίας είναι γνώρισμα της δυτικής θεολογίας που είχε αρχίσει ήδη απο τους Απολογητές, κάποιοι εκ των οποίων είχαν νομική κατάρτιση (ο Τερτυλιανός αν θυμάμαι καλά) και κορυφώθηκε αργότερα με τον Αυγουστίνο και πολύ αργότερα με τη σχολαστκή θεολογία και τον Ακινάτη. 


Να βγάλουμε λοιπόν από το μυαλό την εικόνα με Στη ορθόδοξη θεώρηση η κόλαση δεν είναι τόσο τιμωρία, όσο αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. 
Άλλωστε, κάνοντας χρήση αυτού του αυτεξουσίου, κατέρρευσαν και οι δαίμονες.

Είμαστε ελεύθεροι.
Να επιλέξουμε τον Παράδεισο... ή την Κόλασή μας.

Χαίρετε εν Κυρίω. 


Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

''Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι


Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
''

Οδυσσέας Ελύτης



Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Θα γίνουμε Αργεντινή (και Ρουμανία και Πολωνία)

Συνήθως δε γράφω πολιτικά, αλλά λέω να κάνω κάπου κάπου και μια εξαίρεση.

Άλλωστε, έχω υποσχεθεί να γράφω και ...άσχετα πράγματα.

Διαβάζω στο web οτι με πιθανή πολιτική αλλαγή, θα γίνουμε Αργεντινή.

Και Σοβιετία και Ρουμανία και Πολωνία.

Mα, καλά μου παιδιά (μην πω κάτι χειρότερο), ο κρατικός παρεμβατισμός, ξέρετε, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του σοβιετικού μοντέλου. Η Ιαπωνία, ας πούμε, μια κατεξοχήν καπιταλιστική χώρα, έχει μοντέλο κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας. Αγορά χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο είναι παζάρι (για να μη χρησιμοποιήσω καμμιά πιο αγοραία έκφραση). Όταν τον κόσμο κουμαντάρουν ΠΛΗΡΩΣ τράπεζες, πολυεθνικές, funds, και "επενδυτές", τότε ο κόσμος αυτός είναι ΖΟΥΓΚΛΑ και δε διαφέρει σε τίποτα από τον κόσμο της ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ. Αν στην οικονομία δεν κυριαρχεί η λογική, που θα πει αν στην ελεύθερη αγορά δεν υπάρχουν κανόνες (που ποιος άλλος μπορεί αν τους θέτει παρά η Πολιτική), τότε δεν μιλάμε για ελεύθερη αγορά, αλλά για ασύδοτη πειρατεία.

"Πειρατικός καπιταλισμός", ο Βέμπερ το έχει πει, όχι εγώ. ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ. Εντελώς ανορθολογική, σπεκουλαδόρικη, ληστρική, αντιπαραγωγική κι εν τέλει απόλυτα καταστροφική. Αγορά χωρίς έλεγχο, είναι ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ, τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβουμε δηλαδή; Mπορούμε να σκεφτούμε λίγο χωρίς να λάβουμε υπόψη τους υπαλλήλους της τηλεόρασης;

ΥΓ. Ναι, μπαμπά.
Το ξέρω οτι στην Κωνστάτζα, έδινες στα παιδάκια κονσέρβες από το βαπόρι.
Μη μου το θυμίζεις, μπροστά ήμουν.
Αλλά το θέμα είναι πως να έχουμε ένα κόσμο, στον οποίο κανένα παιδάκι δε θα έχει ανάγκη από κονσέρβες..

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Μπαμπά...

Θέλω να μου πεις ιστορίες, όπως παλιά.
Θυμάσαι που μου λεγες για τότε που σε ειχαν ληστέψει με κεινον τον γραμματικό στην Αρτζεντίνα;
Σε είχα ρωτήσει γιατί δεν αντισταθηκατε.
Μου απάντησες οτι δεν αντισταθήκατε γιατί κάποιοι θα μένανε ορφανοί πίσω.

Θυμάσαι που είχα έρθει στον Τάραντα;
Σε έβλεπα απο χαμηλά με εκείνη τη μπλε φόρμα, να μαϊνάρεις επιδέξια εκείνη τη μεταλική σκάλα
Με τα δίχτυα απο κάτω.
Είχες φόντο έναν καταγάλανο ουρανό, φάνταζες στα μάτια μου σαν ένα μικρός θεός.
Μαϊνα...μάινα...
Ανέβηκα απ τη λάντζα, με αγκάλιασες.
Ζαλιστηκες ρε θαλασσόλυκε;
Aστειεύσαι; Aφου και εγω ναυτικός θα γίνω.
Σοβάρεψες και μου είπες "πάνω απο το πτώμα μου"

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Η Ζωή μια φορά μας δίνεται

Καμια φορά,διαβάζεις ένα κείμενο. Και ζηλεύεις.
Και λες, "όχι ρε πούστη, πόσο θα θελα να το είχα γράψει εγώ αυτό

Θα βάλω ως "μουσικό χαλί", ένα παλιό αγαπημένο μου τραγουδάκι, που αναρτώ πρώτη φορά
Και που αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση




Η ΖΩΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ.
Χρόνης Μίσσιος.
Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται. Άπαξ, που λένε. Σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον, μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της, δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε; Αντί να τη ζήσουμε; Τί την κάνουμε; Την σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη,σημαίνει γέννα συναισθήματος.
Πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;
Έτσι, μ” αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας, σα να είναι βάρος. Και μάς είναι βάρος. Γιατί δε ζούμε… κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών.
Αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικάπράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας…
Όλα, όλα Σαλονικιέ, τ” αφήσαμε, γι” αυτό το αύριο,που δεν θα “ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως:
Πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας.
Όμως, τ” αφήσαμε για αύριο.
Για να πάμε πού ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος, και δεν πάμε πουθενά αλλού παρά στο θάνατο.
Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό, γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ” τη ζωή μας, χαιρόμαστε!
Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό -χωρίς καμιάελπίδα ανάστασης- θάνατο!
Διότι, αυτός είναι θάνατος!
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος. Είναι μετάβαση.
Είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες,αν εδώ σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί, θα δώσεις χάρη κι ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει…
Ήρθανε να την πάρουνε, και η Μαρία, είπε το «όχι», με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της. Και τί άκουσα τον παππά να λέει;
«Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει»…
Και τότε κατάλαβα, πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια… -

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Πως να κρυφτείς απ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα

Επίσκεψη φιλικού μας ζευγαριού στο σπίτι, δύο απο τα παιδιά τους έχουν την ίδια ηλικία με τα δικά μου. Ο μπαμπάς τους, ΠΟΛΥ μεγαλύτερός μου. Αρχισαν να τον αποκαλούν "παππού". 

Τα έχω πάρει απο τον παιδικό και κατηφορίζουμε προς το σπίτι.
Μας προσπερνά μια μάλλον ευτραφής κυρία, για να το πω κομψά.
Τη βλέπει ο ένας, γυρίζει και φωνάζει : "ααα κοίτα μπαμπάααα ...μια χοντρή!"
ΟΚ, η γυναίκα χαμογέλασε, αλλά εγώ θέλησα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

Στο χώρο αναμονής για την παιδίατρο.
Ανάμεσα στους αναμένοντες, και ένα έγχρωμο κοριτσάκι με τον μπαμπά του.
Εσωτερική προσευχή.
"Κάνε Θεέ μου να μην πουν καμια μαλακία". 
Πλησιάζουν το κοριτσάκι.
Προσευχή ξανά. "Κάνε Θεέ μου να μην πουν καμια μαλακία, να μην πουν καμια μαλακία". 
Εχουν απέναντι τους το κοριτσάκι.
"Ωχ, θα κάνουν μαλακία" σκέπτομαι.
Κρατώ την αναπνοή μου. "...Παίξουμε;" τη ρωτά ο ένας απο τους δικούς μου.
Το κοριτσάκι κούνησε καταφατικά το κεφάλι, τελικά συνυπήρξαν μια χαρά. Τη σκαπούλαρα. Δυστυχώς, δεν την σκαπούλαρε η κυρία με το γιο της στο μπαλκόνι, του είπε "πήγαινε μέσα να παίξεις με τα αλλα παιδάκια", της απάντησε "οχι, φοβάμαι τον μαύρο", εννοώντας τον πατέρα της μικρής.

Μεγάλη Παρασκευή.
 Τελειώνει η Ακολουθία της Αποκαθηλώσεως.
Κλείνω την "Μεγάλη Εβδομάδα" του Καραμάνη και πάω να κατέβω από το αναλόγιο.
Βλέπω τον έναν απο το δικούς μου να ρχεται τρέχοντας, δίπλα απο τον Επιτάφιο.
Σκέφτομαι ωχ τι θα πει, Θεε μου συχώρεσέ με, εν τω Οικω σου και Μερα που είναι.
"Μπαμπάαα, μπράβο!!! Πολύ ωραία ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΣ σήμερα!!. Ποτε θα ΞΑΝΑΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΙΣ;;;"

 Τα φέρνω σπίτι απο το σχολείο.
Σταματάω σ ενα στενό, έχει κλείσει ενα φορτηγακι το δρόμο μπροστά.
Ακουω απο το πίσω κάθισμα.  
-Ει, μπαμπά, να σε ρωτήσω.
-Πες τo.
-Τι είναι οι κουφάλες; Και γιατί θέλουν να τους βάλουν σε κρεμάλες;

-Ε; τι λες μωρέ; 
-Οι κουφάλες
-Ποιές κουφάλες;
-Να, κοίτα στον τοίχο τι γράφει.

Κοιτάω στον τοίχο, τη φράση με τη μαύρη μπογιά.
ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΟΥΦΑΛΕΣ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΡΕΜΑΛΕΣ

Στο μνημόσυνο της γιαγιάς.
Μπαίνουμε στο ναό, τα κόλλυβα στο μέσον, ο παπάς έχει κάνει break στη Λειτουργία και κάτι λέει για την ανάπαυση των ψυχών.
Βλέπουν οι δικοί μου τα κόλλυβα με την άχνη ζάχαρη, στολισμένη με τα κουφέτα...
Ανοίγουν τα μάτια τους διάπλατα και χαμογελάνε
Σκέφτομαι "ωχ" 

-Αααα τούρτααα....Να ζήσεις γιαγιάααα και χρόνια πολλάαα...........
-Happy Birthday to youuuuuuu...



Πως να κρυφτείς απ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
Kαλά το λεγε, ο Νιόνιος